- φοιβήτρια
- ἡ, Α1. (κατά τον Ησύχ.) αυτή που καθαιρεί, που εξαγνίζει2. η θεά Ίσις.[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιβῶ «εξαγνίζω, καθαίρω» + κατάλ. -τρια (πρβλ. καθάρ-τρια, τελέσ-τρια)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοιβήτρια — purifier fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)